- προεμβαίνω
- Α [ἐμβαίνω]1. μπαίνω στο πλοίο πριν από κάποιον άλλο2. μπαίνω πρώτος σε ένα πέρασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεμβαίνει — προεμβαίνω enter pres ind mp 2nd sg προεμβαίνει , προεμβαίνω enter pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεμβάντων — προεμβαίνω enter aor part act masc/neut gen pl προεμβάντων , προεμβαίνω enter aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεμβάτης — ὁ, Α [προεμβαίνω] αυτός που πηδάει πρώτος πάνω σε εχθρικό πλοίο μετά την εμβολή του … Dictionary of Greek
προεμβαίνειν — προεμβαίνω enter pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεμβαίνοντες — προεμβαίνω enter pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεμβεβηκότες — προεμβαίνω enter perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεμβῆναι — προεμβαίνω enter aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)